χωρικός

χωρικός
(I)
-ή, -ό / χωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χώρα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός
νεοελλ.
φρ. «χωρικά ύδατα»
(νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή τής εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και τής ελεύθερης θάλασσας
θαλάσσια περιοχή στην οποία ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα το κράτος αυτό
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο χωρικός και η χωρική
ο κάτοικος τού χωριού, χωριάτης
μσν.
1. μτφ. κουτός ή παράλογος
2. το αρσ. ως ουσ. άνθρωπος ηλίθιος
αρχ.
1. ιθαγενής, ντόπιος.
επίρρ...
χωρικῶς Α
(πιθ. τ.) με τρόπο που αρμόζει σε έναν χωρικό.
————————
(II)
-ή, -ό, Ν [χώρος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χώρο (α. «χωρική διάσταση» β. «χωρική καμπύλη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωρικός — rustic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό, αυτός που προέρχεται από το χωριό, χωριάτικος. 2. το αρσ. ως ουσ., χωρικός ο κάτοικος χωριού, ο χωριάτης. 3. το θηλ. ως ουσ., χωρική η χωριάτισσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρικά — χωρικός rustic neut nom/voc/acc pl χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc/acc dual χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικῶν — χωρικός rustic fem gen pl χωρικός rustic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικόν — χωρικός rustic masc acc sg χωρικός rustic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικοί — χωρικός rustic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικοῦ — χωρικός rustic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικούς — χωρικός rustic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικῆς — χωρικός rustic fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρική — χωρικός rustic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”